οψαρτύω

οψαρτύω
ὀψαρτύω (Α, Μ ὀψοαρτύω)
παρασκευάζω ή καρυκεύω εδέσματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρ. σχηματ. από το ουσ. ὀψαρτυτής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αρτύω — (Α ἀρτύω και ἀρτύνω) (νεοελλ. και αρτύζω και αρταίνω και αρτεύω) καρυκεύω το φαγητό νεοελλ. δίνω σε κάποιον που νηστεύει φαγητό που δεν είναι νηστήσιμο αρχ. 1. ετοιμάζω, τακτοποιώ 2. σχεδιάζω κάτι που απαιτεί επιδεξιότητα ή πανουργία 3. κληροδοτώ …   Dictionary of Greek

  • οψάρτυμα — ὀψάρτυμα, τὸ (Μ) [οψαρτύω] έδεσμα παρασκευασμένο με καρύκευμα …   Dictionary of Greek

  • οψοαρτύω — ὀψοαρτύω (Μ) βλ. οψαρτύω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”